- πτηνολετις
- πτηνολέτιςπτην-ολέτις-ῐδος adj. f губительная для птиц
(νεφέλη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(νεφέλη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πτηνολέτις — ιδος, ἡ, Μ αυτός που αφανίζει τα πουλιά («δίκτυον... πτηνολέτιν νεφέλην», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνόν + ὀλέτις, θηλ. τού ὀλέτης «καταστροφέας» (πρβλ. παιδ ολέτις)] … Dictionary of Greek
πτηνολέτιν — πτηνολέτις bird killing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)